«Ο Άγιος των ελληνικών γραμμάτων, ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σε ένα κείμενό του του 1887 για τα Χριστούγεννα έγραψε για το εξαποστειλάριο της εορτής “Επεσκέψατο ημάς, εξ ύψους ο Σωτήρ ημών, α ν α τ ο λ ή α ν α τ ο λ ώ ν. Η τελευταία αύτη φράσις, ήτις δι αραιών γραμμάτων εσημειώθη, έχει το προνόμιον, ως ήκουσα, να εμπνέει μέγαν ενθουσιασμόν εις τους ατυχήσαντας μεν περί την γλώσσαν, Έλληνας δε την καρδίαν και το φρόνημα, αδελφούς ημών της Καισαρείας και Καππαδοκίας, ευλόγως καυχωμένους και λέγοντας, ότι εξ Ανατολής το φως”. Γι’ αυτούς τους ατυχησάντας περί την γλώσσα αλλά Έλληνες στο φρόνημα θα σας μιλήσω απόψε». Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε την εισήγησή του για τους Ρωμιούς της Καππαδοκίας ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας και συγγραφέας δρ Μάξιμος Χαρακόπουλος στην εκδήλωση που ακολούθησε τα εγκαίνια της έκθεσης θρησκευτικά κειμήλια προσφύγων από τις αλησμόνητες πατρίδες στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας.
Από τον Σεφέρη μέχρι τον Καζάν
Ο μικρασιατικής καταγωγής πολιτικός αναφέρθηκε «στην αγιοτόκο Καππαδοκία, κοιτίδα των μεγάλων πατέρων της εκκλησίας και γενέτειρα Αγίων μέχρι και τους έσχατους καιρούς», μνημονεύοντας, μεταξύ άλλων, τον Άγιο Γεώργιο από τα Ποτάμια, τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο, τον Άγιο Αρσένιο και τον γέροντα Παΐσιο τον αγιορείτη από τα Φάρασα. Μίλησε για «την Καππαδοκία των υπόσκαφων εκκλησιών που ύμνησε ο νομπελίστας Καππαδόκης ποιητής Γεώργιος Σεφέρης, αλλά και τους επιβλητικούς ναούς που μπόρεσαν να χτίσουν οι Ρωμιοί μετά τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, τον 19ο αιώνα, όπως στην Κερμίρα γενέτειρα του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη Ηλία Καζάν, τη δωδεκάτρουλη εκκλησία του Αγίου Βασιλείου στο Μισθί ή τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο, που ανατίναξαν οι Τούρκοι τη δεκαετία του 1950». Μνημόνευσε «πόσο θεοσεβούμενοι και εγκρατείς ήταν οι Καππαδόκες» και εστίασε στην «καθοριστική σημασία της θρησκείας στην διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας. Το ομόθρησκον ήταν αυτό που βάρυνε στην διάσωση της συλλογικής συνείδησης των Καππαδοκών, που έχασαν την ελληνική γλώσσα και τουρκοφώνησαν. Σύμφωνα με τον Οκτάβ Μερλιέ “εκεί όπου η γλώσσα είχε παραχωρήσει την θέσιν της εις την τουρκικήν, ο Χριστιανισμός είχε γίνει η ζύμη του Ελληνισμού”. Η εκκλησία υπήρξε πραγματική κιβωτός σωτηρίας της εθνικής ταυτότητας των Καππαδοκών. Η καθιέρωση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της λεγόμενης Καραμανλήδικης γραφής, της τουρκικής γλώσσας με ελληνικά γράμματα έδωσε τη δυνατότητα πρόσβασης στα λειτουργικά κείμενα και θρησκευτικά βιβλία των τουρκόφωνων Ελλήνων, τη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης τους και κατ’ επέκταση της εθνικής τους ταυτότητας. Ανάλογα φαινόμενα είχαμε και με Αρμένιους και Εβραίους στην οθωμανική αυτοκρατορία».
Ρουμ Ορτοντόξ
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος υπογράμμισε ότι «οι Έλληνες της Καππαδοκίας δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως Καππαδόκες, εκτός από λίγους λόγιους τον 19ο αιώνα. Αυτοπροσδιορίζονται ως Ρουμ Ορτοντόξ, Ρωμιοί Ορθόδοξοι, κονιαλίδες όσοι κατάγονται από το Ικόνιο, καϊσερλίδες αυτοί από την Καισάρεια και, ευρύτερα ως Καραμανλήδες».
Όπως είπε «σε αντίθεση με την ισχυρή ελληνική παρουσία στα μικρασιάτικα παράλια, την γκιαούρ Ιζμίρ, την Πόλη και αστικά κέντρα στον Πόντο σαν την Τραπεζούντα, στην μικρασιατική ενδοχώρα, στην Καππαδοκία οι Ρωμιοί ήταν μια αδύναμη αριθμητικά μειονότητα. Ενδεικτικά ανέφερε ότι σύμφωνα με στατιστική του 1912 στο βιλαέτι Ικονίου οι Ορθόδοξοι ήταν 87 χιλιάδες, περί το 8% του πληθυσμού, ενώ στην απογραφή του 1928 τουρκόφωνοι δήλωσαν 103 χιλιάδες πρόσφυγες».
Καταδικασθείσα εις βαρυτάτην δουλείαν…
Ο διδάκτωρ κοινωνιολογίας υποστήριξε ότι «μέχρι και τον 19ο αιώνα το εθνικό κέντρο αδιαφορούσε για τους τουρκόφωνους Έλληνες της Ανατολής. Όπως αναγνώριζε έκθεση του Έλληνα πρόξενου Ικονίου -η Ελλάδα άνοιξε προξενείο εκεί μόλις το 1906- η κατάσταση των ελληνικών κοινοτήτων ήταν θλιβερή από εθνική, θρησκευτική και ιδιαίτερα εκπαιδευτική άποψη: “Αιτία δε της κακοδαιμονίας ταύτης καθ’ ημάς είναι ότι η εν Ανατολή ομογένεια από αμνημονεύτων ετών καταδικασθείσα εις βαρυτάτην δουλείαν δεν ηξιώθη της δεούσης ενεργούς συμπαθείας και προσοχής εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών κέντρων, διέρχεται δε τον αβίωτον βίον αυτής ονειδηζομένη υπό μεν των κρατούντων δια του αφορήτου Γκιαούρ υπό δε των ημετέρων δια του Καραμανλή, ούτω δε αφεθείσα εις τας ιδίας αυτής ασθενείς δυνάμεις ελέω μόνο Θεού διεσώθη από της γενικής πανωλεθρίας του έθνους, ως υφίσταται και έχει σήμερον, δια τούτο δε οφείλει χάριτας εις την ασύνετον κατ’ αυτής πολιτεία των κρατούντων, οίτινες εκ φανατισμού τυφλού και μωρού και πολιτικής ασυνεσίας δεν ηδυνήθησαν να σκεφθώσι ή διανοηθώσι καν μέσα ήπια προς αφομοίωσιν αυτής αρκούμενοι εις τον συνεχή και αδιάλειπτον ονειδισμόν αυτής δια του Γκιαούρ”.
Ωστόσο, με την καλλιέργεια της Μεγάλης Ιδέας, και καθώς η γλώσσα θεωρείται κριτήριο εθνικότητας το εθνικό κέντρο αθόρυβα αλλά σταθερά προωθεί την εθνική αφύπνιση των Ελλήνων της Ανατολής με την προσπάθεια αναβίωσης την ελληνικής γλώσσας σε περιοχές που για αιώνες είχε σιγήσει. Με μπροστάρηδες τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως και το Σωματείο Ανατολή στην Αθήνα στέλνονται δάσκαλοι και στο τελευταίο χωριό της Καππαδοκίας».
Ανταλλαγή με βάση το θρήσκευμα
Αναφορικά με την τουρκοφωνία και τον διαδεδομένο μύθο ότι οι Καππαδόκες κλήθηκαν να διαλέξουν ανάμεσα στη γλώσσα και την πίστη τους και προτίμησαν τη δεύτερη υποστήριξε ότι «μετά από 8,5 αιώνες τουρκικής δουλείας από τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 μέχρι τη προέλαση του ελληνικού στρατού στην Άγκυρα το 1921 αναμενόμενο είναι πολλοί σε αυτή τη μακρά διαδρομή εξισλαμισμών και πιέσεων, που είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της ρωμαίικη παρουσίας στην Ανατολή, να τουρκοφωνήσουν».
Μάλιστα, αφού έκανε εκτενή αναφορά στον εξωμότη ιερέα Παπαευθύμ και την απόπειρα δημιουργία τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου, τον οποίο δεν ακολούθησαν οι Καππαδόκες, σημείωσε ότι «αρχικά και ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη Λωζάνη είχε ταχθεί υπέρ της άποψης να μην υπαχθούν στην συνθήκη της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών οι Ρωμιοί της Καππαδοκίας. Ωστόσο, οι ίδιοι οι Τούρκοι επέμεναν στο τέλος να ληφθεί ως κριτήριο για την ανταλλαγή το θρήσκευμα και όχι η γλώσσα, ώστε να μην παραμείνει ως αγκάθι η ρωμαίικη παρουσία στην ανατολία που θα έμενε πιστή στο Φανάρι».
Βουλευτές στην οθωμανική Βουλή
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην «ισχυρή παρουσία Καππαδοκών μεταξύ των Ρωμιών βουλευτών που εκλέχθηκαν στην οθωμανική Βουλή του 1908 και 1912 ακριβώς γιατί γνώριζαν την τουρκική γλώσσα», μνημονεύοντας, μεταξύ άλλων, «τον Καππαδόκη βουλευτή Σμύρνης και ιστορικό Παύλο Καρολίδη, που ολοκλήρωσε την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου». Όπως σημείωσε «η εμπλοκή του εθνικού κέντρου για την επιλογή των υποψηφίων βουλευτών ήταν ιδιαίτερα ενεργή ώστε να υπάρχουν διαβεβαιώσεις ότι θα ενταχθούν στην ελληνική ομάδα, αρχηγός της οποίας αναδείχθηκε ο Γεώργιος Μπούσιος, βουλευτής Σερβίων και Γρεβενών. Στην εκλογική του περιφέρεια υπάγονταν και η Ελασσόνα που μέχρι το 1912 ήταν υπό οθωμανικό ζυγό».
Πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια…
Όσον αφορά στα προβλήματα ενσωμάτωσης των προσφύγων της Καππαδοκίας στο ελλαδικό κράτος, ο Λαρισαίος βουλευτής και ιστορικός ερευνητής περιορίστηκε στον «θρηνητικό πρόλογο του Φώτη Κόντογλου στο βιβλίο του “Το Αϊβαλί η πατρίδα μου”, όπου γράφει ο μεγάλος Μικρασιάτης “Το πως γεννήθηκα στα μέρη της Ανατολής, τό ‘χω για πράμα βλογημένο και δοξάζω τον Θεό για δαύτο. Μολαταύτα, βρεθήκανε ανθρώποι κακοί και κακογεννημένοι, ψυχές φτωχές, να γυρίσουνε το καύχημά μου σε κατηγόρια”.
Θέλω να συγχαρώ όλους όσοι εργάστηκαν για την πραγματοποίηση αυτής της Έκθεσης, με πρώτη την προϊσταμένη της Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κ. Σταυρούλα Σδρόλια. Είναι ένα μνημόσυνο των ειρηνικώς και μαρτυρικών τελειωθέντων κατά την έκφραση του Οικουμενικού μας Πατριάρχη Βαρθολομαίου στα προσκυνήματά μας στα ματωμένα χώματα της Μικρασίας».
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος ολοκληρώνοντας την ομιλία του είπε «λέγεται ότι πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Τα δικά μου παιδικά χρόνια είναι γεμάτα από αναμνήσεις από τις γιαγιάδες μου για την Μικρασία, τόσο έντονες που δικαιούμαι να πω ότι είναι και δίκη μου πατρίδα».
Τα εγκαίνια πραγματοποίησε ο μητροπολίτης Λαρίσης κ. Ιερώνυμος, ενώ χαιρετισμό απηύθηναν ο αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Γιώργος Λαδόπουλος, ο αναπληρωτής δήμαρχος Κιλελέρ κ. Αχιλλέας Χατζούλης, ο πρόεδρος του Ομορφοχωρίου κ. Γιώργος Χατζόπουλος, η πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ομορφοχωρίου κ. Μάρα Παναγιωτοπούλου και η πρόεδρος της Ιστορικής Λαογραφικής Ένωσης «Αλησμόνητες Πατρίδες» κ. Ιωάννα Σκεντερίδου. Την εκδήλωση, που συντόνισε η κ. Σδρόλια, παρακολούθησαν, μεταξύ άλλων, ο ταξίαρχος της ΕΛΑΣ Βασίλειος Καραΐσκος, η αντιδήμαρχος Κιλελέρ κ. Βάνα Χλιάπη Γκουνιαρούδη, οι δημοτικοί σύμβουλοι, Λαρισαίων κα Ρένα Καραλαριώτου και Κιλελέρ κ. Γιώργος Ακριβούλης, ο ιστοριοδίφης κ. Νίκος Παπαθεοδώρου, ο ιστορικός ερευνητής κ. Δημήτρης Κατσίκας, και πολλοί φιλίστορες πολίτες.