Άρθρο του Μάξιμου Χαρακόπουλου
Η τουρκική επιθετικότητα κατά της Ελλάδος βρίσκεται σε διαρκή έξαρση, σχεδόν χωρίς διακοπή, ήδη επί μια τριετία. Η ρητορική που χρησιμοποιούν οι γείτονες είναι πρωτοφανής στα σύγχρονα διπλωματικά χρονικά, όπως το ανεκδιήγητο «θα έρθουμε μια νύχτα», που υπονοεί ότι θα εισβάλουν σε ελληνικό έδαφος. Πρόκειται, ασφαλώς, για αξιοπρόσεκτο φαινόμενο, που αποδεικνύει την εμμονή της Άγκυρας έναντι της χώρας μας, αλλά και τους βαθύτερους στόχους που υποκρύπτει αυτή.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η γειτονική χώρα βιώνει μια κρίση μεγαλοϊδεατισμού, που επιτείνεται από την προσωπικότητα του ηγέτη της. Γιατί ο Ερντογάν ήταν αυτός που επέβαλε τον ισλαμισμό ως επίσημη ιδεολογία της Τουρκίας, παραμερίζοντας τις κοσμικές παρακαταθήκες του κεμαλισμού. Σφραγίδα αυτής της στροφής είναι και η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, από μουσείο που την είχε κάνει ο Κεμάλ. Ταυτόχρονα, όμως, αυτός ο ισλαμισμός «παντρεύτηκε» με τον ακραίο εθνικισμό, μέσα από το όραμα της αναβίωσης μιας νέας οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία θα αναδυθεί όχι μόνον ως περιφερειακή αλλά και παγκόσμια ακόμη υπερδύναμη. Αυτό το όραμα είναι που κινεί τους Τούρκους ιθύνοντες και, δυστυχώς, ένα πολύ μεγάλο τμήμα της τουρκικής κοινωνίας. Κι αυτό, επίσης, καθίσταται εργαλείο χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ώστε να καλύπτονται οι εσωτερικές κοινωνικές και εθνικές αντιθέσεις, καθώς και τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα, όπως ο αχαλίνωτος πληθωρισμός.
Έτσι η Άγκυρα, εδώ και χρόνια, δρα ως αναθεωρητική δύναμη με καθαρά ιμπεριαλιστική τακτική, χρησιμοποιώντας στρατιωτικά μέσα για να επεκτείνει την επιρροή της, αλλά και κάθε άλλο πρόσφορο «εργαλείο», όπως οι μεταναστευτικές ροές, για να εκβιάσει επιθυμητές για την ίδια αποφάσεις. Το τελευταίο το ζήσαμε σε μαζική εκδοχή στην περίπτωση του Έβρου το 2020, και εξακολουθούμε να το βιώνουμε συχνά-πυκνά, παράλληλα με μια εκστρατεία συκοφάντησης της Ελλάδας, από δήθεν ανθρωπιστική σκοπιά. Και είναι, τουλάχιστον, ακατανόητη η ταύτιση πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα με αυτήν την ρητορική, που στο όνομα των «ανοικτών συνόρων», φθάνουν ακόμη και στην υποστήριξη ψευδών καταγγελιών, όπως αυτή για το δήθεν νεκρό κοριτσάκι – ζήτημα για το οποίο ακόμη αναμένουμε ένα έστω τυπικό mea culpa από τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ανοχή της Δύσης
Ταυτόχρονα, η Τουρκία εκμεταλλεύεται επιτηδείως τον πόλεμο στην Ουκρανία, εμφανιζόμενη ως διαμεσολαβήτρια δύναμη, έτσι ώστε όχι μόνον να μην εφαρμόζει τις κυρώσεις που ολόκληρη η Δύση και οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν αποφασίσει κατά της Ρωσίας, αλλά να επιδίδεται σε εμπορικές δοσοληψίες με όλους τους εμπλεκόμενους. Προφανώς, σε αυτό το αποτέλεσμα συντείνει και ο φόβος της Δύσης, μην τυχόν απωλέσει ολοκληρωτικά την Άγκυρα, και αυτή καταλήξει στις αγκάλες της Μόσχας. Φόβος, βεβαίως, μάλλον βάσιμος, αφού η τουρκική πολιτική κινείται με τις δικές της στοχεύσεις. Αυτό αποκαλύπτουν, άλλωστε, οι πωλήσεις στρατιωτικού υλικού στο Κίεβο, η στήριξη στους Τάταρους της Κριμαίας, η συνεργασία με το Αζερμπαϊτζάν κατά της Αρμενίας ή η προσπάθεια ελέγχου της Κεντρικής Ασίας μέσω του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών -όπου η Άγκυρα προσπάθησε, προσφάτως, να αναγνωρίσει την ψευδοκυβέρνηση της κατεχόμενης Κύπρου, δίνοντάς της καθεστώς παρατηρητή.
Αυτήν όμως την, μερική, ανοχή εκμεταλλεύεται, όπου μπορεί ο Ερντογάν και αυτές τις ημέρες γινόμαστε μάρτυρες ακόμη μιας στρατιωτικής επιχείρησης κατά του συριακού και ιρακινού εδάφους. Με αεροπορικά κτυπήματα -μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές- κτυπούν θέσεις των Κούρδων. Και είναι τουλάχιστον εξοργιστικό, καθώς οι Κούρδοι ήταν εκείνοι που κατατρόπωσαν το Ισλαμικό Κράτος σε βόρειο Ιράκ και ανατολική Συρία. Παρ’ όλα αυτά, η καταδίκη από ΗΠΑ, ΕΕ αλλά και Ρωσία που έχει σημαντική επιρροή στη Συρία, είναι έως τώρα μόνον φραστική. Κι αυτή η χαλαρή αντίδραση ρίχνει νερό στον μύλο της τουρκικής αυθαιρεσίας.
Οι αιτίες επιθετικότητας
Αυτή η τουρκική δραστηριότητα οφείλεται σε δύο ταυτόχρονες αιτίες. Η μία, η δημιουργία του νεοοθωμανικού χώρου που αναφέραμε. Η Άγκυρα θέλει να κατακτήσει νέα εδάφη. Και ειδικά στη Συρία, που βρέθηκε στο χάος λόγω του εμφυλίου πολέμου, αλλά και την μυωπική πολιτική ξένων παραγόντων, βρίσκει το ιδανικό θύμα. Στα εδάφη που ελέγχει και που θέλει να επεκτείνει σχεδιάζει να εγκαταστήσει φιλικούς προς αυτήν σουνιτικούς πληθυσμούς, που τώρα διαβιούν ως πρόσφυγες στην Τουρκία. Μια τακτική που ακολούθησε και στην περίπτωση της Αλεξανδρέττας, αλλά και της κατεχόμενης Κύπρου, με την εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων εποίκων από την Ανατολία.
Η δεύτερη αιτία είναι οι επερχόμενες εκλογές που θα γίνουν σε λίγους μήνες, εντός του 2023. Το έτος είναι συμβολικό, καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκική Δημοκρατίας. Και ο Ερντογάν έχει υψώσει πολύ τον πήχη των προσδοκιών στο τουρκικό εκλογικό σώμα. Γι’ αυτό χρειάζεται να του δείξει έμπρακτα αποτελέσματα. Ειδικά όταν υπάρχει μια αντιπολίτευση, η οποία, πλειοδοτεί σε εθνικιστικό παροξυσμό.
Για τον Τούρκο πρόεδρο, όμως, αυτό που δεν τον αφήνει να κοιμηθεί είναι η εμμονή του με τον ελληνισμό. Γνωρίζει ότι ο νεοοθωμανισμός του δεν έχει καμία τύχη όσο η Ελλάδα και η Κύπρος εξακολουθούν να είναι κυρίαρχα κράτη, να μην υποτάσσονται στην τουρκική βουλιμία, να ασκούν ανεξάρτητη και κυρίαρχη εξωτερική πολιτική, να ασκούν όλα τα διπλωματικά μέσα και να λαμβάνουν όλα τα στρατιωτικά μέτρα που τους επιτρέπουν να προστατεύουν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά τους δικαιώματα.
Και μπορεί να ξεδιπλώνει όλη την ατζέντα απαράδεκτων διεκδικήσεων, απαιτώντας μάλιστα την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, την ώρα που στις μικρασιατικές ακτές εδρεύει η στρατιά του Αιγαίου και ο τουρκικός στρατός εξοπλίζεται σαν αστακός, ωστόσο γνωρίζει ότι κανένα εγχείρημα δεν θα έχει τύχη γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινούμενη δραστήρια και πολυεπίπεδα έχει δημιουργήσει ένα αδιαπέραστο τείχος, όπου σκοντάφτει κάθε τουρκική πρόκληση.
Κατ’ αρχάς, ξεπάγωσε τα εξοπλιστικά προγράμματα, μετά από μια μακρά περίοδο στασιμότητας, λόγω και της οικονομικής κρίσης. Στον ουρανό του Αιγαίου η ελληνική Πολεμική Αεροπορία έχει πλέον το επάνω χέρι, με τα γαλλικά Ραφάλ και με την αναβάθμιση μεγάλου μέρους του υπάρχοντος στόλου της Π.Α., ενώ επίκειται και η προμήθεια των F35. Προφανώς, αυτή η υπεροπλία δίνει δυνατότητες δράσης σε ευρύτερο πεδίο στην ανατολική Μεσόγειο. Κοσμογονία, όμως, σημειώνεται και στο Πολεμικό Ναυτικό. Μετά τις φρεγάτες Μπελαρά ακολουθεί η προμήθεια κορβετών, ενώ, ήδη ξεκινά μετά από δεκαετίες και η αναγέννηση των ελληνικών ναυπηγείων, που ελπίζουμε να έχουν καθοριστικό ρόλο στα εξοπλιστικά προγράμματα του ναυτικού.
Διπλωματικές επιτυχίες
Καθόλου, όμως, υποδεέστερες δεν είναι και οι επιτυχίες της ελληνικής διπλωματίας. Το πλέγμα των συμμαχιών με χώρες όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, οι αραβικές χώρες του Κόλπου, η Αίγυπτος, έχει δημιουργήσει μια νέα ισορροπία. Πλέον έχουν πληθύνει όσοι αντιλαμβάνονται ότι η Τουρκία συνιστά έναν μόνιμο ταραξία της περιοχής, έναν σταθερό παραβάτη του διεθνούς δικαίου, μια αναθεωρητική και, άρα, επικίνδυνη δύναμη.
Για αυτόν τον λόγο η Άγκυρα καταφέρεται εναντίον όσων δεν αποδέχονται τις πρακτικές της. Και βεβαίως, γίνεται ακόμη πιο νευρική όσο η Ελλάδα αναβαθμίζεται γεωστρατηγικά, σε μια νέα αρχιτεκτονική της ασφάλειας που οικοδομείται στην ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Γιατί οι τουρκικοί σχεδιασμοί ακυρώνονται. Γι’ αυτό ποντάρει πλέον στο παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, που αμφισβητεί την ελληνική ΑΟΖ, ελπίζοντας ότι μέσω αυτού θα εκβιάσει την Ελλάδα και τη διεθνή κοινότητα, για να επιβάλει διαπραγματεύσεις με τους δικούς της όρους. Την απάντηση, όμως, την πήρε με το Μνημόνιο Κατανόησης για ζητήματα Έρευνας και Διάσωσης που υπέγραψαν Ελλάδα και Αίγυπτος, με ενέργειες των Δένδια – Παναγιωτόπουλου, το οποίο καλύπτει τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ των δύο χωρών. Και κοντά σε αυτά, ο κολοσσός της Exxοn Mobil προτίθεται να επεκτείνει την έρευνα για υδρογονάνθρακες νότια της Κρήτης.
Είναι βέβαιο ότι το επόμενο διάστημα είναι εξαιρετικά κρίσιμο. Ωστόσο, η χώρα μας έχει χαράξει μια γραμμή ισχυρής αποτροπής, και έχει καταστήσει σαφές ότι δεν αποδέχεται καμία αμφισβήτηση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Παράλληλα, παραμένει δύναμη ειρήνης και ανοιχτή σε συνομιλίες που αφορούν αποκλειστικά τις θαλάσσιες ζώνες. Και πάντοτε εντός του πλαισίου που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Με όσους εκτοξεύουν απειλές και επιδίδονται σε κουτσαβακισμούς δεν υπάρχει περιθώριο συνεννόησης.-